ἐπιτείχισμα — fort neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτείχισμ' — ἐπιτείχισμα , ἐπιτείχισμα fort neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχισμάτων — ἐπιτείχισμα fort neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχίσματα — ἐπιτείχισμα fort neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχίσματι — ἐπιτείχισμα fort neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτειχίσματος — ἐπιτείχισμα fort neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεπιτειχίζω — ἀντεπιτειχίζω (Α) 1. υψώνω επιτείχισμα για ν αντιμετωπίσω επιτείχισμα του εχθρού 2. χτίζω οχύρωμα σε περιοχή που ανήκει στον εχθρό … Dictionary of Greek
ερετριαίος — ἐρετριαῑος, α, ον (Α) [Ερέτρια] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ερέτρια, ο ερετριακός («τὸ ἐπιτείχισμα τὸ Ἐρετριαῑον», Θουκ.) … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek
Αλκιδάμας — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που σκοτώθηκε μαζί με τον αδελφό του Μελανέα από τον Νεοπτόλεμο. Γιος του Αλεξίνομου. 2. Άλλος ήρωας του Τρωικού πολέμου, γιος του Ακταίου. 3. Κυνικός φιλόσοφος. 4. Ρήτορας… … Dictionary of Greek